- νοσητήριος
- νοσητήριος, -ία, -ον (Α)κατά τον Ησύχ.) νοσώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοσῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. κυη-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek